καμήλειος

καμήλειος
καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμήλειος — of a camel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλείων — καμήλειος of a camel fem gen pl καμήλειος of a camel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλειον — καμήλειος of a camel masc acc sg καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλείους — καμήλειος of a camel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλεια — καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”