- καμήλειος
- καμήλειος, -α, -ον (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.